εισηγητικός

εισηγητικός
η , ό[ν] относящийся к докладу; докладной;

εισηγητική εκθεση — докладная записка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εισηγητικός" в других словарях:

  • εισηγητικός — ή, ό (Α εἰσηγητικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που περιέχει εισήγηση («εισηγητική έκθεση») 2. αυτός που αναφέρεται, ανήκει ή ταιριάζει στον εισηγητή ή στην εισήγηση αρχ. αυτός που εισηγείται, εισάγει («ἕκτος ἐστὶν εἰσηγητικὸς τρόπος») …   Dictionary of Greek

  • εισηγητικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εισήγηση ή τον εισηγητή, που χρησιμεύει για εισήγηση: Εισηγητική έκθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»